-
1 τιτος
-
2 Τίτος
Τίτοςmasc nom sg -
3 Τίτος
Τίτος οТит –1) имя некоторых святых Православной Церкви, среди которых Тит – ученик апостола Павла, к которому адресовано его послание: «Послание к Титу»;2) мужское имяЭтим.< лат. Titus < titulus «титул» (относится к личности, вызывающей почтение) -
4 τίτος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τίτος
-
5 Τίτος
Τίτος, ου, ὁ (Polyb.; Diod S 11, 51, 1; 15, 23, 1; 16, 40, 1 et al.; ins, pap; Jos., Ant. 14, 229f) Titus.① friend and colleague of Paul, mentioned in our lit. only in Paul’s letters. As a Gentile Christian he accompanied Paul to a meeting at Jerusalem; Paul did not have him circumcised, though Judaizers demanded that he do so Gal 2:1, 3. Later he effected a reconciliation betw. Paul and the Corinthian church when the latter seemed lost to the apostle, and he arranged for a collection: 2 Cor 2:13; 7:6, 13f; 8:6, 16, 23; 12:18; subscr.—2 Ti 4:10 mentions a journey of Titus to Dalmatia. Acc. to Tit 1:4 the apostle left him, his γνήσιον τέκνον, behind in Crete to organize the churches there (s. vs. 5); see also title and subscr. of Tit for the name. Τίτον καὶ τὸν Λουκᾶν AcPl Ha 11, 16 (Aa I, 116, 16f); AcPl Ant 13, 13 (Aa I, 237, 1).—AJülicher, RE XIX 1907, 798–800; CBarrett, MBlack Festschr. ’69, 1–18. Lit. s.v. Τιμόθεος (Pölzl 103ff) and Ἰωάν(ν)ης 6.② surnamed Justus Ac 18:7 v.l.; s. Τίτιος.—LGPN I. M-M. -
6 Τίτος
{собств., 15}Тит (приятный, доставляющий удовольствие).Грек по национальности, обращенный через проповедь ап. Павла и ставший его сотрудником. Он много потрудился в коринфской общине верующих и на Крите (2Кор. 2:13; 7:6, 13, 14; 8:6, 16, 23; 12:18; Гал. 2:1, 3; 2Тим. 4:10; Тит. 1:4).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Τίτος
-
7 Τίτος
{собств., 15}Тит (приятный, доставляющий удовольствие).Грек по национальности, обращенный через проповедь ап. Павла и ставший его сотрудником. Он много потрудился в коринфской общине верующих и на Крите (2Кор. 2:13; 7:6, 13, 14; 8:6, 16, 23; 12:18; Гал. 2:1, 3; 2Тим. 4:10; Тит. 1:4).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Τίτος
-
8 Τίτος
Тит (помощник ап. Павла).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Τίτος
-
9 Τίτος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Τίτος
-
10 πολύ-τιτος
πολύ-τιτος, = πολύτιμος, hochgeehrt, hoch zu verehren, Orak. bei Her. 5, 92, 2, wo ι lang gebraucht ist.
-
11 νή-τιτος
-
12 ὀπισθ-έκ-τιτος
ὀπισθ-έκ-τιτος, später gebüßt, Erkl. von παλίντι-τος, Hesych.
-
13 ἀντί-τιτος
ἀντί-τιτος, dafür gestraft.
-
14 ἄ-τιτος
-
15 ἄν-τιτος
ἄν-τιτος, poet. für ἀνάτιτος, nach Herodian. Scholl. Iliad. 24, 213 (vgl. Scholl. Od. 17, 51) für ἀντίτιτος, gerächt; vgl. ἄτιτος u. παλίντιτος; Od. 17, 51. 60 αἴ κέ ποϑι Ζεὺς ἄντιτα ἔργα τελέσσῃ, Werke der Rache, Vergeltung; Iliad. 24, 213 τότ' ἄντιτα ἔργα γένοιτο παιδὸς ἐμοῦ, v. l. ἂν τιτά, s. Scholl.
-
16 Τίτε
Τίτοςmasc voc sg -
17 Τίτον
Τίτοςmasc acc sg -
18 Τίτου
Τίτοςmasc gen sg -
19 Τίτους
Τίτοςmasc acc pl -
20 Τίτων
Τίτοςmasc gen pl
См. также в других словарях:
Τίτος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τίτος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διακρινόταν για τη μεγάλη του μόρφωση. Μαθητής και συναγωνιστής του αποστόλου Παύλου, που του δίδαξε τον χριστιανισμό, αντιπροσώπευσε τους άλλοτε εθνικούς στην αποστολική σύνοδο των Ιεροσολύμων.… … Dictionary of Greek
Τίτος Τάτιος — Μυθικός βασιλιάς των Σαβίνων. Μετά τη συμφιλίωση ανάμεσα στον λαό του και στους Ρωμαίους, που ακολούθησε την αρπαγή των Σαβίνων, κυβέρνησε μαζί με τον Ρωμύλο και τους δύο λαούς. Λέγεται πως κατέλαβε το Καπιτώλιο δωροδοκώντας την Ταρπηία, την κόρη … Dictionary of Greek
Τίτος, Φλάβιος Βεσπασιανός — (Flavius Vespasianus Titus, Ρώμη 39 μ.Χ. – Άκουε Κουτίλιαι 81). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Ακολούθησε το στρατιωτικό επάγγελμα, όπως και ο πατέρας του Βεσπασιανός, και διακρίθηκε ως στρατιωτικός διοικητής στη Γερμανία και στη Βρετανία, όπου απέκτησε… … Dictionary of Greek
Δομιτιανός, Τίτος Φλάβιος — (Titus Flavius Domitianus, Ρώμη 51 – 96 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (81 96). Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του πατέρα του, Βεσπασιανού, στη Ρώμη, μετά την ανακήρυξη του τελευταίου ως αυτοκράτορα από τις λεγεώνες της Συρίας το 69 μ.Χ., ο Δ.… … Dictionary of Greek
Βεσπασιανός, Τίτος Φλάβιος — (Titus Flavius Vespasianus, Ριέτι 9 μ.Χ. – Κουτίλια 79 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (69 79 μ.Χ.). Προερχόμενος από ταπεινή οικογένεια Σαβίνων, κατόρθωσε, χάρη στις εξαιρετικές του ικανότητες, να περάσει από όλες τις βαθμίδες της κρατικής ιεραρχίας … Dictionary of Greek
Φρουλοβίζιο, Τίτος Λίβιος ο επωνομαζόμενος Τίτος Λίβιος της Φεράρα — (Frulovίsio, Φεράρα περ. 1400 – περ. 1456). Ιταλός ουμανιστής και συγγραφέας. Ήταν μαθητής του Γκουαρίνο και του Χρυσολωρά στη Βενετία. Συνέθεσε 3 διαλόγους (Περί της Δημοκρατίας, 1434) που προμήνυαν τα γραπτά του Μακιαβέλι και 7 κωμωδίες σε πεζό … Dictionary of Greek
Άττα, Τίτος Κουίντιος — (τέλη 2ου αι. – 77 π.Χ.). Ο νεότερος από τους τρεις κωμωδιογράφους της ρωμαϊκής κωμωδίας, που απέδωσε με τέχνη τις φλύαρες συζητήσεις των γυναικών. Μόνο αποσπάσματα των έργων του διασώθηκαν … Dictionary of Greek
Βανδής, Τίτος — (1917 –). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στο Ωδείο Θεσσαλονίκης και στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Εμφανίστηκε το 1934 στον Ιούδα του Σπ. Μελά και μέχρι το 1943 ερμήνευσε αξιόλογους ρόλους στο Εθνικό, τη Νέα Σκηνή … Dictionary of Greek
Λίβιος, Τίτος — (Titus Livius, Πάντοβα 59 π.Χ. – Ρώμη 17 μ.Χ.). Ρωμαίος ιστορικός. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια και έλαβε καλή ρητορική μόρφωση. Αφού έγραψε μερικούς διαλόγους, μετά το 27 π.Χ. άρχισε να γράφει στη Ρώμη το μεγάλο ιστορικό του έργο Από… … Dictionary of Greek
Μάνλιος, Τίτος Τορκουάτος — (Manlius Imperiosus Torquatus, 4ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος ύπατος. Ο πατέρας του ήταν ο Λεύκιος Μάνλιος Καπιτωλίνος. Το επώνυμό του μάλλον τού αποδόθηκε όταν αφαίρεσε από ένα Γαλάτη, τον οποίο νίκησε σε μονομαχία κοντά στη γέφυρα του ποταμού Ανιένε,… … Dictionary of Greek